βρύζα
Смотреть что такое "βρύζα" в других словарях:
όβρυζα — ὄβρυζα, ἡ (ΑΜ) η δοκιμασία τής γνησιότητας τού χρυσού με τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. από το χετιττ. hubrušhi «αγγείο αργίλου». Πολλοί μάλιστα πιστεύουν ότι η λ. σημαίνει και τη χοάνη στην οποία καθαρίζονταν ο χρυσός. Μαρτυρείται… … Dictionary of Greek